- ἐπανάχρεμψις
- ἐπανάχρεμψιςexpectorationfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επανάχρεμψις — ἐπανάχρεμψις, η (Α) αποβολή, εξαγωγή φλεγμάτων με απόχρεμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα χρεμψις «βήχας και εξαγωγή φλεγμάτων (< ανα χρέμπτομαι)] … Dictionary of Greek
ἐπανάχρεμψιν — ἐπανάχρεμψις expectoration fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)